- φωτορεπορτάζ
- τοη εργασία του φωτορεπόρτερ (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτορεπορτάζ — το, Ν άκλ. ρεπορτάζ στο οποίο χρησιμοποιούνται φωτογραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ρεπορτάζ] … Dictionary of Greek
ρεπορτάζ — Δημοσιογραφικό είδος γραπτού λόγου για την έγκαιρη λεπτομερειακή και ζωντανή ενημέρωση των αναγνωστών σχετικά με διάφορα γεγονότα που έχουν συμβεί. Ο ρεπόρτερ πρέπει να έχει δει ο ίδιος τα γεγονότα ή να έχει πάρει μέρος στα γεγονότα που… … Dictionary of Greek